- προσνίσσομαι
- και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α(αποθ.)1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ' ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.)2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω3. εισάγομαι («οὐδ' ὅσ' ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.)4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτί* + νίσσομαι «πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.